Όσοι Δερματολόγοι εκπαιδευτήκαμε στη Γαλλία, ήρθαμε με την έναρξη της ειδίκευσής μας, τόσο απρόσμενα, όσο και τελεολογικά, αντιμέτωποι με τη φυσική αναγκαιότητα εξέτασης και διαγνωστικής προσπέλασης ενός/ μίας ασθενούς με μαύρο χρώμα δέρματος. Κι ενώ, προφανώς, εν προκειμένω, οι κανόνες της Επιστήμης ουδόλως διαφέρουν, είναι φορές που νιώσαμε την έλλειψη τεχνικών δεξιοτήτων να μάς καταβάλει. Κι αυτό γιατί στα κλασικά συγγράμματα Δερματολογίας, αγγλόφωνα ή γαλλόφωνα, πόσω δε μάλλον στα ελληνικά, η περιγραφή δερματοπαθειών σε δέρματα με έντονη μελανινική χρώση, αν τύχει και δεν αποσιωπάται ολωσδιόλου, όπως συμβαίνει κατά κανόνα, στις υπόλοιπες των περιπτώσεων, περιορίζεται είτε σε υποσημειώσεις με μικρή γραμματοσειρά στο περιθώριο του βιβλίου, είτε με αστερίσκους κάτω από τη βασική ευρω(παιο)κεντρική ανάλυση της κάθε νόσου που εκ προοιμίου περιορίζεται σε ανοιχτόχρωμες επιδερμίδες. Ως εκ τούτου, μερίδα ιατρών τείνει στην πράξη να θεωρεί πως οι δερματολογικές νόσοι που είθισται να απασχολούν ασθενείς με μελανόχρωμες επιδερμίδες είναι μάλλον τροπικές, εξωτικές, σπάνιες δερματοπάθειες που λίγο οφείλουν να μάς απασχολούν.
Η ανάγκη παροχής ισότιμης αξίας νοσολογικών και θεραπευτικών υπηρεσιών σε κάθε δερματολογικό ασθενή, ανεξαρτήτως χρώματος δέρματος, είναι μια πραγματικότητα στη Γαλλία, όπου συνάνθρωποί μας με βαθύχρωμους φαινοτύπους συνιστούν το 10% έως και 25% του καθημερινού ασθενολογίου ενός μέσου ιδιωτικού Δερματολογικού Ιατρείου των Παρισίων. Εκ των πραγμάτων, ο ασκών Δερματολογία στη Γαλλία καταγίνεται με τις ιδιαιτερότητες της κλινικής έκφρασης των νόσων σε μαύρο δέρμα. Στην προσπάθεια εξισορρόπησης της ανισομερούς θεωρητικής κατάρτισης των Γάλλων και γαλλόφωνων Ιατρών στη Δερματολογία επί των μελανόχρωμων επιδερμίδων, η Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου, οργάνωσε ειδική μετεκπαίδευση αφορώσα στο εν λόγω γνωστικό αντικείμενο, αρχής γενομένης από το ακαδημαϊκό έτος 2020-2021, ώστε να υπάρξει επίσημα από το καλοκαίρι του 2021, η πρώτη ομάδα (περί τα 40 άτομα) γαλλόφωνων Δερματολόγων που φέρουν τον συγκεκριμένο τίτλο εξειδίκευσης.
Αυτήν την ειδική γνώση φιλοδοξούμε να αξιοποιήσουμε στο Ιατρείο μας, καταθέτοντάς την στην υπηρεσία των αναγκών εκείνων που τη χρειάζονται, στη σύγχρονη Αθήνα, στην Κυψέλη της συμπερίληψης και των πολυφυλετικών αναφορών.
Η Δερματολογία ως είναι διαμορφωμένη σήμερα, άρχισε να γεννάται κατά τη διάρκεια του 19ου αι. σε ευρωπαϊκό έδαφος (κυρίως δε στη Γαλλία, Αυστρία, Γερμανία, Αγγλία) από Ευρωπαίους λευκούς γιατρούς, βασιζόμενη σε κλινικές παρατηρήσεις ανθρώπων με ανοιχτόχρωμες επιδερμίδες. Η επιστημονική ορολογία υπήρξε εξαρχής κατ’ εξοχήν ευρωπαιοκεντρική. Ο χαρακτήρας αυτός διαπερνά διαχρονικά τον βασικό κορμό της Δερματολογικής Νοσολογίας, ώστε να μιλάμε για « ροδόχρου νόσο », « ερυθημάτωδεις » αλλοιώσεις, « ερυθρά » κλπ. τη στιγμή που η έκφραση του ερυθρού χρώματος δύναται παντελώς να εκλείπει σε δέρματα με έντονο μελανινικό φορτίο. Υπερμεγεθύνεται δηλαδή, ή ακόμη και μονοπωλείται, η δερματολογική αποτίμηση του κόκκινου χρώματος σε πλειάδα νοσημάτων, ή στην κλίμακα ποσοτικοποίησης της κλινικής σοβαρότητας φλεγμονωδών δερματοπαθειών, όπως είναι για παράδειγμα η ψωρίαση και το ατοπικό έκζεμα, όπου η διαβάθμιση της « κοκκινίλας » είναι παράμετρος δηλωτική της ενεργότητας και έντασης της νόσου. Τοιουτοτρόπως, δημιουργείται μείζον έλλειμμα στη νοσολογική εκτίμηση των ιδίων ασθενειών όταν αυτές αναπτύσσονται σε μαύρο δέρμα.
« Μάς επιτρέπουμε » οι Δερματολόγοι, να χρησιμοποιούμε επιστημονικούς όρους, που a priori αποκλείουν εκατομμύρια συνανθρώπων μας από μία ακριβή και ορθολογική διαγνωστική προσέγγιση. Μόνον καταχρηστικά μπορούμε να αποδώσουμε τη διάγνωση μιας « ροδόχρου πιτυρίασης », μιας « συφιλιδικής ροδάνθης », ενός « πορφυρικού εξανθήματος », σε έναν ασθενή με έντονα μελανόχρωμη επιδερμίδα, όπου οι αλλοιώσεις των εν λόγω νοσολογικών οντοτήτων θα ελάμβαναν στην πραγματικότητα έναν κάτα το μάλλον ή ήττον υπερμελαγχρωματικό χαρακτήρα (μελανό, γκριζωπό ή ιώδη), μα ουδόλως ροδαλό ή ερυθρό !
Κοντολογίς, αποδεχόμαστε ανομολόγητα στη Δερματολογία, εκ των προτέρων, ως εμπεδωμένη, απαρασάλευτη « κανονικότητα » την « αμιγή » ευρωπαϊκή καταγωγή (με την έννοια της γενεαλογίας ή της προέλευσης). Δηλαδή, ακόμη κι αν καταφανώς η χρήση των διαφόρων αποχρώσεων του ερυθρού ως επιθετικών προσδιορισμών δεν δύνανται επ’ ουδενί τρόπω να αποδώσει τα κλινικά χαρακτηριστικά των συγκεκριμένων δερματοπαθειών σε σκουρόχρωμες επιδερμίδες, εντούτοις, εξακολουθούμε να το κάνουμε καταχρηστικά γιατί έτσι ορίζει η επιστημονική νομενκλατούρα. Εξηγούμε, λοιπόν, πως αυτή ακριβώς η δερματολογική ονοματολογία επινοήθηκε εν τοις πράγμασι από λευκούς επιστήμονες, για την περιγραφή δερματικών παθήσεων σε λευκόχροα δέρματα. Μια νέα ονοματοδοσία είναι ζητούμενη για την επιστημονική κοινότητα στη λογική αντιστροφής του μοντέλου που προκρίνει εδώ και δύο αιώνες την ευρωπαιοκεντρική « νόρμα ». Η αποστασιοποίηση – αποκέντρωση από τη μονολιθική επικρατούσα θεώρηση, επιβάλλεται, εξάλλου, από τους κανόνες της Γενετικής Επιστήμης.
Σύμφωνα με την τελευταία, οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί αποτελούν ύστατους σε εξέλιξη κλάδους του ανθρωπίνου γένους και είδους. Από άποψη γενετικής ποικιλότητας, αυτή είναι μεγαλύτερη στους παλαιούς ανθρώπινους πληθυσμούς της παρα- και υποσαχάριας Αφρικής, εκεί όπου το είδος μας, ο Homo sapiens, ενδιαιτάται για περισσότερα από 300.000 χρόνια. Οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί χρονολογούνται τα τελευταία 55.000 έως 70.000 το πολύ χρόνια, οπότε και μεταναστευτικά κύματα των προπατόρων μας άρχισαν να κινούνται προς την Ευρασία. Έτσι λοιπόν, οι ευρωπαϊκοί (γενεαλογικά μιλώντας) λαοί αποτελούμε νεώτερους εξελικτικούς κλάδους του Homo sapiens, και είμαστε, επομένως, γενετικά περισσότερο ομοιογενείς μεταξύ μας. Οι παλαιότεροι υπάρχοντες κλάδοι του Homo sapiens, που εξακολουθούν να υφίστανται τις επιδράσεις της γενετικής εξέλιξης του είδους μας, εμφανίζουν πολλαπλάσια γενετική ποικιλότητα, και κατ’ επέκταση μεγαλύτερη φαινοτυπική ποικιλότητα, στη διαβάθμιση της μελανινικής χρώσης του δέρματος. Υπάρχουν δηλαδή πολλά - και όχι ένα - « μαύρα » δέρματα, πολλές αποχρώσεις του μελανού. Εξίσου, το αρχέγονο, ή μάλλον το αρχέτυπο χρώμα του ανθρωπίνου δέρματος είναι το μαύρο. Εν κατακλείδι, η απομάκρυνση από την ευρωπαιοκεντρική δερματολογική αντίληψη της ανομοιομερούς ανάδειξης των ιδιαιτεροτήτων του λευκού δέρματος, είναι συμβατή τόσο με τα συμπεράσματα της Γενετικής Επιστήμης, όσο και με τους κανόνες σεβασμού της ποικιλομορφίας του ανθρωπίνου είδους.
Κι όμως, ως δερματολογική κοινότητα εξακολουθούμε να εθελοτυφλούμε εμπρός στην υπέρμετρη εστίασή μας στις ανοιχτόχρωμες επιδερμίδες. Το πλέον κατάφωρο παράδειγμα είναι η ταξινόμηση σε φωτοτύπους κατά Fitzpatrick. Όταν οι Δερματολόγοι μιλάμε για φωτοτύπους, αναφερόμαστε στην αντιδραστικότητα του ανθρωπίνου δέρματος ως προς την έκθεσή του στην υπεριώδη ακτινοβολία (UV). Είτε στην τεχνητή UV που εφαρμόζεται για θεραπευτικούς λόγους (πχ φωτοθεραπεία σε ιατρικές καμπίνες για ψωρίαση ή ατοπική δερματίτιδα), είτε φυσικής προέλευσης UV, όπως είναι η ηλιακή ακτινοβολία εν συνόλω. Ο φωτότυπος, δηλαδή, σχετίζεται με την « κοκκινίλα » (« ερεθισμό » ή « ηλιακό ερύθημα ») που συνοδεύει την ηλιοέκθεση. Με άλλα λόγια, ο φωτότυπος έχει να κάνει το επακόλουθο της ηλιακής έκθεσης ηλιομαύρισμα (ή αλλιώς « ηλιόχρωμα »). Μολαταύτα, σε πλήρη αντίφαση με τους κανόνες γενετικής και φαινοτυπικής ποικιλότητας που προβάλλει μεγαλύτερη στους αφρικανικής καταγωγής λαούς, οι Δερματολόγοι επιμένουμε να κατατάσσουμε τα ανοιχτόχρωμα δέρματα σε 4 κατηγορίες από το πιο ωχρό ως το πλέον σιτόχρουν, ελαιόχρουν ή γαιώδες (I έως IV), την ίδια στιγμή που συμπιέζουμε το συνολικό φάσμα των μελανόχρωμων φαινοτύπων σε μόλις 2 κατηγορίες (V και VI). Είναι ξεκάθαρη η υποαντιπροσώπευση αποχρώσεων του μαύρου δέρματος, που τούς « εκχωρούνται » μόλις δύο ταξινομητικές κατηγορίες, την ίδια στιγμή που η διαβάθμιση του, ως είδαμε, γενετικά και φαινοτυπικά ομοιογενέστερου λευκού δέρματος είναι δυσανάλογα εκτενής. Η ανισομέρεια του κρατούντος δερματολογικού status, δεν είναι μόνον άτοπη από τη σκοπιά της σύγχρονης Γενετικής. Δηλοί, έτι περαιτέρω, μιαν αποσιωπούμενη ενοχή στην κατεύθυνση της διαιώνισης των κοινωνικών και υγειονομικών ανισοτήτων, όπως αυτές γεννώνται από την ελλιπή παροχή ισότιμων επιστημονικών υπηρεσιών σε όλες τις κοινωνικές ομάδες.
Η αναστροφή αυτής της νόρμας περνά μέσα από τη σπουδή και εκπαίδευση των ιατρών στη Δερματολογία που αφορά σε μαύρους φαινοτύπους. Κατοχυρώνεται με την εμπέδωση της γνώσης πως η ιστορία της ανθρωπότητας είναι καμωμένη διαμέσου « πολυφυλετικών ενώσεων »· ο όρος « επιμ(ε)ιξίες » δείχνει παρωχημένος. Γνώση που έρχεται να εκτοπίσει κάθε έννοια « φυλής » με αμιγή χαρακτηριστικά, όπως είναι η « καυκάσια ή καυκασοειδής », και ούτω καθεξής, οι οποίες λανθασμένα διατηρούνται ακόμη στη βορειοαμερικανική επιστημονική ορολογία. Αυτές οι « φυλές » (« races ») δεν αποτελούν παρά κοινωνι(ολογι)κά κατασκευάσματα, που στερούνται ουσιώδους γενετικής βάσης. Από την άλλη μεριά, έχει σημασία η ανάδειξη των φυσιολογικών και νοσολογικών ιδιαιτεροτήτων του μελανόχρωμου δέρματος στη βάση της εναργέστερης κλινικής τους προσέγγισης. Δεν πρέπει να παραβλέπουμε την επίδραση του μελανινικού φορτίου στην κλινική έκφραση και θεραπευτική αντιμετώπιση ποικίλων νόσων των μαύρων δερμάτων. Η επικέντρωση στις ιδιαιτερότητες των μελανόχρωμων επιδερμίδων, δεν συνεπάγεται διολίσθηση σε φυλετικές λογικές, μόνο και μόνο επειδή το χρώμα του δέρματος αποτελεί ιδιοσυστατικό, ήτοι γενετικό χαρακτηριστικό. Οφείλουμε να διαχωρίζουμε το χρώμα του δέρματος, δηλαδή την ένταση της μελανινικής χρώσης από την καταγωγή, δηλαδή τη γενεαλογία και το γενετικό υπόβαθρο των ανθρωπίνων πληθυσμών.
Ο Καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Harvard, Ellis Monk, πρότεινε το 2023 μια νέα κατηγοριοποίηση των ανθρωπίνων φωτοτύπων δέρματος εισηγούμενος μια σχετικά εξισορροπημένη κλίμακα με 10 χρωματικές τάξεις που φιλοδοξεί να υποκαταστήσει την κατά Fitzpatrick ταξινόμηση που βρίσκεται σε ισχύ από το 1975, έχοντας βελτιωθεί κατά τι ως προς την συμπεριληπτικότητά της το 1988, και παραμένοντας έκτοτε στη δεύτερη εκείνη εκδοχή της. Η ερευνητική και κλινική Δερματολογία ανανεώνεται, ή μάλλον επανιδρύεται, στη βάση του σεβασμού της ποικιλότητας, και οι νέες γενεές Δερματολόγων θα είναι, εν γένει, ολοένα και περισσότερο αξιόμαχες στην τελεσιουργό παροχή ιατρικής φροντίδας σε ασθενείς με μελανόχρωμα δέρματα.