Η ψώρα είναι μια κνησμώδης, καλοήθης παρασιτική δερματοπάθεια που θίγει γυναίκες και άνδρες, όλων των ηλικιών και των κοινωνικών στρωμάτων, σε ολόκληρον τον κόσμο. Είθισται να παρατηρείται αύξηση των κρουσμάτων τον χειμώνα. Στο πλαίσιο αυτό, μεταξύ Ιανουαρίου και Απριλίου 2024, παρατηρήθηκε τόσο στο Ηνωμένο Βασίλειο όσο και στη Γαλλία, « εφιαλτική » καταγραφή εστιών ψώρας σε χώρους συλλογικής ζωής, και κατ' επέκταση συνωστισμού, όπως είναι οι οίκοι ευγηρίας και τα σχολικά συγκροτήματα.
Αναφερόμαστε στην « ανθρώπεια » ψώρα, οπότε και το παθογόνο παράσιτο, που καλείται « σαρκόπτης της ψώρας του ανθρώπου » διαφέρει από εκείνο που απαντάται σε οικόσιτα (ή μη) ζώα, όπως ο σκύλος ή η γάτα.
Ενίοτε η νόσος υποδιαγιγνώσκεται λόγω του στιγματιστικού φορτίου που συνεπάγεται. Ειδικά στη χώρα μας, εσφαλμένα εκλαμβάνεται ως δερματοπάθεια σχετιζόμενη με τη « ρυπαρότητα ». Είναι βαθιά ριζωμένα στη λαϊκή συνείδηση λεκτικά σχήματα μειωτικής σημασίας με πρώτο συνθετικό το « ψωρο- », όπως « Ψωροκώσταινα », « ψωροπερήφανος », « ψωρομισθός », κ.ά., αλλά και απαξιωτικοί ή υποτιμητικοί προσδιορισμοί, όπως « ψωριάρης », « ψωραλέος » κλπ.
Το παράσιτο (ή αλλιώς άκαρι) της ψώρας προσβάλλει τον άνθρωπο ανεξαρτήτως κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου, βαθμού υγιεινής, ηλικίας, φύλου ή γεωγραφικής εντόπισης. Το μέγεθός του προσιδιάζει με την τελεία (σημείο στίξης) ενός κειμένου όπως είναι το παρόν άρθρο.
Τα ενήλικα ακάρεα ζευγαρώνουν στην επιδερμίδα του ανθρώπου που έχει μολυνθεί. Μετά τη γονιμοποίηση, το θηλυκό σκάβει σήραγγες μέσα στην επιδερμίδα, όπου και εναποθέτει από 3 έως 5 αυγά κάθε μέρα καθ’ όλη τη διάρκεια της ενήλικης ζωής του, δλδ για περίπου 2 μήνες. Αυτή η « εκσκαπτική » δραστηριότητα του θήλεος, της τάξης του ενός έως 2 χιλιοστών επέκτασης ημερησίως, οδηγεί σε ένα ορατό κλινικό αποτέλεσμα, ήτοι στη « σαρκοπτική σήραγγα », ένα οφιοειδές, ωχροκαφεοειδές μόρφωμα στην επιδερμίδα, παθογνωμονικό ενεργού λοίμωξης από ανθρώπεια ψώρα. Τούτο το στοιχείο καλείται να αναζητήσει κλινικά ο Δερματολόγος προς εμπέδωση της διάγνωσης.
Τα αυγά εκκολάπτονται μες σε 5 μέρες για να δώσουν ζωή σε μία προνύμφη, που εξερχόμενη της σήραγγας, μες σε 10 με 15 μέρες, θα μεταμορφωθεί σταδιακά σε ενήλικο παράσιτο. Η γνώση του κύκλου ζωής του σαρκόπτη είναι κεφαλαιώδης στην αντιμετώπιση της ψώρας, μιας και καθορίζει την αναγκαιότητα επανάληψης της φαρμακευτικής αγωγής ένα 10ήμερο μετά την αρχική χορήγησή της, δεδoμένης της αδυναμίας επίδρασης των φαρμάκων στα αυγά, ή στα πρώιμα στάδια ζωής της νύμφης του ακάρεως.
Στο 95% των περιπτώσεων, η ψώρα μεταδίδεται μέσω άμεσης, επαναλαμβανόμενα παρατεταμένης δερματικής επαφής με πάσχοντα. Το γονιμοποιημένο θήλυ που θα εγκατασταθεί στο νέο ξενιστή του, θα εκδηλώσει συμπτωματολογία μες σε 1 περίπου μήνα (2 έως και 6 εβδομάδες) σε περίπτωση πρωτολοίμωξης, και μες σε ελάχιστες μέρες επί επαναλοίμωξης. Το κατεξοχήν σύμπτωμα της ψώρας είναι ο κνησμός, συχνά εντεινόμενος τη νύχτα κατά την κατάκλιση.
Η ψώρα κατατάσσεται εξ ορισμού στα Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενα Νοσήματα, λόγω της μολυσματικότητας που ενέχει η εκτεταμένη άμεση δερματική επαφή. Για τον ίδιο λόγο συνωστισμού, ενδημικά κύματα παρατηρούνται σε συλλογικότητες, όπως, οι Μονάδες Φροντίδας Ηλικιωμένων, οι Φοιτητικές Εστίες, οι Στρατώνες, οι Μαθητικές Κατασκηνώσεις κλπ.
Η έμμεση επαφή, ήτοι μέσω χρήσης κοινού ιματισμού, κλινοσκεπασμάτων, και υφασμάτινων επιφανειών, πχ καναπέδων κλπ, είναι υπεύθυνη για μόλις το 5% των νέων κρουσμάτων ψώρας. Λαμβάνει χώρα μάλλον σε τόπους κοινοβιακής ζωής ανθρώπων με αποδυναμωμένο ανοσοποιητικό σύστημα, οπότε και ένα εκ φύσεως ανεπαρκώς λοιμογόνο άκαρι, όπως αυτό που βρίσκεται σε ιματισμό, έχοντας αποπέσει από το ανθρώπινο δέρμα και κατ’ επέκταση εξασθενήσει, δύναται, μολαταύτα, να προσβάλει και να προκαλέσει λοίμωξη σε έναν γέροντα με υποκείμενα νοσήματα.
Η συνηθέστερη μορφή ψώρας είναι η λεγόμενη « κοινή », οπότε και παρατηρούνται λίγες δερματικές βλάβες σε συγκεκριμένης εντόπισης σημεία, όπως οι μεσοδακτύλιες πτυχές, η πρόσθια επιφάνεια των καρπών, τα έξω γεννητικά όργανα, η περιθηλαία άλως, οι γλουτοί. Σε μικρότερες ηλικίες εμπλέκονται οι μασχάλες, οι παλάμες και τα πέλματα.
Οι ειδικές βλάβες της ψώρας περιορίζονται:
α) στη σήραγγα που δημιουργεί ο σαρκόπτης αμέσως κάτωθεν της επιφανειακής στιβάδας της επιδερμίδας, και
β) σε μία φυσαλίδα, σαν πέρλα, που λιγότερο συχνά δύναται να παρατηρηθεί στην άκρη της σήραγγας.
Κυριαρχούν μη ειδικές αλλοιώσεις που θυμίζουν έκζεμα, γεγονός που αρκετές φορές δυσκολεύει τη διάγνωση, η οποία βασίζεται μάλλον στα καλά ανακλαστικά του δερματολόγου, στην ακριβή λήψη ιστορικού, στα χαρακτηριστικά του κνησμού και στην τοπογραφική εντόπισή του. Στοιχείο που βαραίνει στη διάγνωση είναι η νυχτερινή έξαρση της φαγούρας κατά την κατάκλιση, που διαταράσσει τον ύπνο, ξυπνώντας ενίοτε τον ενήλικα, και καθιστώντας τα βρέφη ευερέθιστα λόγω ανεπαρκούς ή/ και μη ποιοτικού νυχτερινού ύπνου.
Μία ανεπαρκώς αντιμετωπισθείσα κοινή ψώρα μπορεί να περιπέσει στην εκτεταμένη της μορφή, οπότε και εντοπίζεται πληθώρα μη ειδικών και ειδικών δερματικών αλλοιώσεων σε ευρεία κλίμακα. Υπάρχει κίνδυνος εκζεματοποίησης και επιμόλυνσης από στελέχη σταφυλοκόκκου ή στρεπτοκόκκου. Σπανιότερα, σε εξασθενημένους, ανοσοκατεσταλμένους οργανισμούς, εκδηλώνεται η « υπερκερατωσική » ψώρα, η παλαιότερα αποκαλούμενη « νορβηγική ». Αυτή η μορφή εμφανίζει νοσολογικές ιδιαιτερότητες που ξεφεύγουν από το πλαίσιο του παρόντος άρθρου.
Η ψώρα δεν δύναται να ιαθεί αφ’ εαυτής. Απαιτείται φαρμακευτική αντιμετώπιση. Η αντιψωρική αγωγή αναπτύσσεται σε τρία επίπεδα :
α) στη θεραπεία του πάσχοντος,
β) στην αποφυγή μετάδοσης στο στενό ή ευρύτερο οικογενειακό, εργασιακό, φιλικό κύκλο του, και
γ) στην εξυγίανση του περιβάλλοντος χώρου, ώστε να αποφευχθεί ένα « επιδημικό » κύμα μετάδοσης στην οικογένεια, συλλογικότητα, και ούτω καθεξής, καθώς επίσης και για να αποτραπεί η υποτροπή ή επαναλοίμωξη.
Η θεραπεία του πάσχοντος αφορά με τη σειρά της στη χορήγηση ειδικής τοπικής ή/και από του στόματος αντιψωρικής αγωγής, καθώς και φαρμάκων για τη συμπτωματική ανακούφιση από τον ερεθισμό και τη φαγούρα. Για το πρώτο σκέλος, λαμβάνουμε υπ' όψιν την ηλικία και το σωματικό βάρος του ασθενούς. Υπάρχει άβακας που καθορίζει την επιλογή του κατάλληλου ειδικού φαρμάκου, καθώς και το δοσολογικό σχήμα, τόσο για κάθε ηλικιακή κατηγορία ασθενούς, όσο και βάσει των συννοσηροτήτων αυτού, με ξεχωριστές οδηγίες για εγκυμονούσες και θηλάζουσες.
Τα σύγχρονα αντιψωρικά φάρμακα είναι αποτελεσματικά και ασφαλή, ενώ στερούνται ανεπιθύμητων ενεργειών που διείπαν τα παλαιότερα. Στο Ιατρείο μας ειδικευόμαστε στη χρήση και εφαρμογή των ευρωπαϊκών (γαλλικών) αντιψωρικών πρωτοκόλλων, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, έχοντας μεγάλη σειρά ψωρικών ασθενών ( > 450 περιστατικά ως το 2024), λόγω της ακαδημαϊκής ενασχόλησης του γιατρού με το αντικείμενο στο πλαίσιο της διδακτορικής του διατριβής και χάρις στην πρακτική άσκηση Γηριατρικής Δερματολογίας.
Κανόνες διέπουν τη θεραπευτική ή προληπτική προσέγγιση του πέριξ του ασθενούς κύκλου, όπως είναι : η « χημειοπροφύλαξη » των μελών της οικογένειας που οφείλει να λάβει χώρα ταυτόχρονα σε όλους, μες στην ίδια μέρα, η ενημέρωση και εξέταση των σεξουαλικών συντρόφων, η αποχή από την κοινή κατάκλιση αν δεν έχει προηγηθεί θεραπεία σε αμφότερους τους συντρόφους.