Ως « ηλιόχρωμα » ή « ηλιόχρωση » αναφέρεται στα παλιά εγχειρίδια Ιατρικής το « ηλιομαύρισμα », ως ήταν η αρχική περιγραφή του « μαυρίσματος », αποκτούμενο κατόπιν « ηλιοθεραπείας », ή αλλιώς « ηλιολούτρων ». Δείγμα ευεξίας, ή κοσμετολογικό ζητούμενο για πολλούς συνανθρώπους μας, το μαύρισμα θεωρείται, δερματολογικά, εξ ορισμού στοιχείο φωτοεπαγόμενης βλάβης του δέρματος.
Οι Γάλλοι χρησιμοποιούν τον ελληνικής έμπνευσης όρο « héliodermie », δηλαδή, « ηλιοδερμία » - που δεν απαντάται στην ελληνική, παρά μόνον καταχρηστικά ως « λόγιο ενδογενές δάνειο », όπως θα λέγαμε γλωσσολογικά - προκειμένου να περιγράψουν την εμφάνιση μιας σειράς δυσχρωμικών αλλοιώσεων σε φωτοεκτεθειμένο δέρμα. Πιο συγκεκριμένα ο όρος αυτός περικλείει τις καφεoοιδείς, φαιές ή τεφρόχροες κηλίδες (πανάδες), ή όπως αλλιώς αποκαλούνται « εφηλίδες », ή « ηλιακές φακές », άλλοτε άλλου μεγέθους και αριθμού, που αναπτύσσονται σε επί χρονίας βάσεως φωτοεκτεθειμένες επιφάνειες, όπως για παράδειγμα στις ωμοπλάτες, στη ράχη, ή στην πρόσθια επιφάνεια του θώρακα. Οι αλλοιώσεις αυτές, καίτοι καλοήθεις, και μη δυνάμενες να καθ’ εαυτές να εξαλλαγούν (πλην ορισμένων περιπτώσεων φακής), συνιστούν κατ’ εξοχήν δείγμα δραστικής απομείωσης του ηλιακού κεφαλαίου. Περιστολής, δηλαδή, της δυνατότητας της επιδερμίδας να επιδιορθώνει αφ’ εαυτής της ζημιές που προκαλεί η υπεριώδης ακτινική ακτινοβολία σε κυτταρικό επίπεδο. Είναι, κατά κάποιον τρόπο, ισοδύναμα της υποκίτρινης χροιάς των δακτύλων σε καπνιστή, που είναι εν δυνάμει δηλωτική έκπτωσης της αναπνευστικής λειτουργίας. Αυτήν την « ηλιοδερμία », παρατηρούμε συστηματικά οι δερματολόγοι στους περισσότερους από όσους επιδίδονται σε « ηλιοθεραπεία » ή « ηλιολουσία », προς απόκτηση του περιζήτητου για τα (νοτιο-)ευρωπαϊκά έθη ηλιομαυρίσματος.
Σε άλλους πάλι λαούς, όπως είναι εν γένει, οι άπω και νοτιο-ανατολικοί ασιατικοί λαοί, το λευκό χρώμα είναι ο επιδιωκόμενος πολιτισμικά στόχος, που αποτελεί ταυτόχρονα και στοιχείο σεξουαλικής επιλογής, βάσει των κανόνων της εξελικτικής βιολογίας. Για το λόγο αυτό, ιδίως οι γυναίκες, σε Κίνα, Κορέα, Ιαπωνία, Βιετνάμ, Ταϋλάνδη, Καμπότζη και Λάος, φορούν ως και « face-kini », κατ’ αναλογία του bikini. Πρόκειται για ειδικά διαμορφωμένο εν είδει κουκούλας, αδιάβροχο κάλυμμα προστασίας για ολόκληρο το πρόσωπο και τον λαιμό. Σε συμφωνία με την υπερβολή (;), ή μάλλον ιδιαιτερότητα του facekini, και στον αντίποδα της σημερινής κρατούσας μόδας στη χώρα μας γύρω από το κοσμικώς ποθητό μελαμψό χρώμα, απαντούμε μαρτυρίες στην Τέχνη και στην Παράδοση, ότι ο ασιατικός κανόνας ίσχυε μάλλον και στα καθ’ ημάς, κάποιες δεκάδες χρόνια πίσω (ως και τη δεκαετία του 1940). Οπότε και στα δημώδη άσματα, βρίσκουμε τον νέο να απευθύνεται στην αγαπημένη του αποζητώντας : « - να φιλήσω την ελιά σου, και τον άσπρο σου λαιμό! ». H ίδια, ή μια άλλη, κοπέλα σε ένα δεύτερο δημοτικό τραγούδι είναι εκείνη που η μάνα, της φροντίζοντας να διατηρήσει την εκλαμβανόμενη τότε αρχοντική θωριά του λευκού δέρματος, ως δηλωτική εξασφαλισμένης βιοτής λόγω ευπορίας, « στα σκοτεινά την έλουζε, στ’ άφεγγα τη χτενίζει, στ’ άστρι και στον Αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της », έτσι ώστε, καθ’ υπερβολή, μην τύχει και μαυρίσει έστω κι από τη φωτεινότητα των αστέρων της νύχτας.
Παγιωμένες αντιλήψεις στη λαϊκή συνείδηση προσδίδουν στην ηλιοέκθεση αξιόμαχη θέση από θέμα θεραπευτικής δεινότητας. Αυτή η παραδοξότητα, που σήμερα δεν εφαρμόζεται παρά μόνον αυστηρά καθ’ υπόδειξη δερματολόγου με συγκεκριμένο πρωτόκολλο, εξατομικευμένα και με φειδώ, σε πολύ συγκεκριμένο φάσμα φλεγμονωδών δερματοπαθειών, αποτελούσε κάποτε κανονικότητα στη χώρα μας και όχι μόνο. Στην κατηγορία των νόσων όπου και σήμερα « συνταγογραφούμε ήλιο, πλην δε φειδωλά », εντάσσονται κάποιες μορφές ατοπικής δερματίτιδας ή εκζέματος, κάποιες μορφές κοινής ψωρίασης, η ροδόχρους πιτυρίαση, η λέυκη, η κνύζα, η οζώδης κνήφη, σπανιότερα φλεγμονώδεις μορφές κοινής ακμής προσώπου ή κορμού, με εγγενή, ωστόσο, κίνδυνο υποτροπής (« acne estivalis »).
Τουλάχιστον από το 1915, είχε αναδειχθεί στην Ελλάδα η ηλιοθεραπεία, ή αλλιώς, « ηλιολουσία », σε θεραπευτική αγωγή πρώτης γραμμής για πλειάδα νόσων, με κύρια τη φυματίωση, καθώς και σε άριστο μέτρο πρόληψης της τελευταίας. Η θεώρηση του μελαμψού δέρματος των « ηλιολουομένων » ως παράγοντα « εύχροιας », ή αλλιώς « ευχρωμίας », δηλαδή ως της ιδανικά υγιούς απόχρωσης της επιδερμίδας, σε αντιδιαστολή με το κοσμικώς ποθητό λευκό χρώμα που ήταν τότε το επιδιωκόμενο, σύμφωνα με τη μόδα της εποχής, απέληξε στην καθιέρωση ενός νέου ιατρικού κανόνα που εισήχθη στην κοινωνική ζωή σε δημοσιοϋγειονομικό επίπεδο για να μείνει. Είναι ακριβώς αυτή η αντίληψη που κυριάρχησε στη σφαίρα της Δημόσιας Υγείας για πολλά χρόνια, συνέτεινε στη διάχυση και γενίκευση της ηλιοθεραπευτικής πρακτικής, ώσπου έφτασε στην αποχαλίνωση. Αφού στο πέρασμα του καιρού συνταιριάστηκε άρτια με τη νέα μόδα που προτάσσει το μαυρισμένο χρώμα δέρματος, κατέστη μια πραγματικότητα που δύσκολα πλέον μπορεί να οικονομηθεί, πόσω μάλλον να ανατραπεί επιστημονικά. Διαβάζουμε σε σύγγραμμα του 1925, τις χάριτες που αποδίδει στην ηλιοθεραπεία, ο σπουδαίος Καθηγητής Παθολογίας, Βλαδίμηρος Μπένσης (1877-1950), και που τώρα πια, μόνο θυμηδία μπορούν να προκαλέσουν από τη σκοπιά της Εφαρμοσμένης Ιατρικής, που βασίζεται σε ενδείξεις, αποδείξεις και τεκμήρια (« Evidence Based Medicine ») :
« Το ηλιόχρωμα είναι δια τον ανθρώπινον οργανισμόν ό,τι η χλωροφύλλη δια την θρέψιν του φυτού. »
« Τα παιδικά ηλιόλουτρα εν υπαίθρω, πλην της σκληραγωγίας, προλαμβάνουσι τόσας τοπικάς ιδία φυματιώσεις των οστών, των αρθρώσεων και των αδένων. Προφυλάσσειν τους υγιείς, θεραπεύειν τους πάσχοντας εξ ωρισμένων νόσων, ιδού η ευρεία εφαρμογή της προϊστορικής και νέας άμα ταύτης μεθόδου. »
Για να συνεχίσει αναφορικά με « την γενίκευσιν της παιδικής και εφηβικής ηλιοθεραπείας, εις την Ελλάδα δ’ ιδιαιτέρως, ένθα η χρησιμοποίησις των ηλιακών ακτίνων, ας ο Ύψιστος πέμπει ημίν τοσούτον αφειδώς, είναι περισσότερον ίσως επιτακτική ή αλλαχού. »
Σήμερα, σε πλήρη αντίθεση με τις μεσοπολεμικές παραινέσεις του Βλ. Μπένση, γνωρίζουμε πως κάθε ηλιακό ερύθημα, πόσω δε μάλλον κάθε ηλιακό έγκαυμα (« ηλιοκαΐα » ή « ηλιόκαμμα »), περικόπτει δραστικά το ηλιακό κεφάλαιο του κάθε ατόμου, που δεν δύναται να αναπληρωθεί στην πορεία. Εξάλλου, ο αριθμός των ηλιακών εγκαυμάτων στην παιδική και εφηβική ηλικία συνιστά ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου ως προς την εμφάνιση επιφανειακώς επεκτεινομένου μελανώματος, της πλέον κακοήθους μορφής καρκίνου του δέρματος που εκδηλώνεται σε μέρη του σώματος που υφίστανται περιοδική έκθεση σε υψηλής έντασης υπεριώδη Β ακτινοβολία, όπως είναι η ράχη, ή οι κνήμες. Για το λόγο αυτό, η ηλιοπροστασία είναι επιτακτική στην παιδική και εφηβική ζωή, ενώ στη βρεφική ηλικία, αποφεύγεται στην πράξη κάθε εσκεμμένη έκθεση στον ήλιο, ακόμη και με τη λήψη μέτρων προστασίας.
Πρωτοκορυφαίο μέτρο στην κατεύθυνση αυτή αποτελεί η εφαρμογή αντι-ηλιακού. Να σημειωθεί πως δεν υπάρχει ο όρος « αντηλιακό », παρά μόνον « αντιηλιακό », ει δε μη θα υπήρχε και η λέξη « κατηλώνω » αντί για « καθηλώνω ». Ο ήλιος δασύνεται, επομένως, αν θέλαμε να παραλείψουμε για χάριν ευφωνίας το περισσευούμενο ιώτα, θα μιλάγαμε έστω για « ανθηλιακό ».
Η δράση ενός αντιηλιακού ως προς την επαγωγή ηλιακού ερυθήματος, ηλιακού εγκαύματος και κυτταρικών αλλοιώσεων που προδιαθέτουν στη μετέπειτα εμφάνιση καρκινικών βλαβών, σχετίζεται με την ικανότητά του να προστατεύει ως προς την απορρόφηση των υπευθύνων για τα άνωθι φαινόμενα UVB ηλιακών ακτίνων. Η αποτελεσματικότητα ενός αντιηλιακού προϊόντος σε αυτήν την κατεύθυνση, υπολογίζεται βάσει του παράγοντα ή δείκτη ηλιο- ή φωτο-προστασίας, Sun Protection Factor, ή SPF. Ένα έντονα μαύρο δέρμα, με υψηλή περιεκτικότητα σε μελανίνη, που ανήκει δηλαδή στον V ή VI κατά Fitzpatrick φωτότυπο, έχει εγγενή δείκτη προστασίας SPF, γύρω στο 13 με 15, αφ’ εαυτού, άνευ της εφαρμογής αντιηλιακού. Την ίδια στιγμή, ο αντίστοιχος, σιτόχρους μεσογειακός φωτότυπος ΙΙΙ κατά Fitzpatrick, κινείται γύρω σε έναν SPF 3. Η χρήση αντιηλιακής προστασίας στους πιο ανοιχτούς φωτοτύπους προβάλλει αδήριτη.
Σε ξεχωριστό άρθρο μας αναπτύσσουμε τα αυτο-μαυριστικά (sunless self tanning) σκευάσματα, που διαφέρουν άρδην των αντι-ηλιακών.
Για να είναι αποτελεσματικό κάθε τέτοιο προϊόν, απαίτειται αφενός ένας δείκτης προστασίας τουλάχιστον 15, για τους φωτοτύπους ΙΙΙ και ΙV, και τουλάχιστον 30, για τους Ι και ΙΙ. Ο φωτότυπος Ι δεν πρόκειται, εξ ορισμού, να μαυρίσει, οπότε δεν πρέπει να ματαιοπονεί. Επίσης, η σωστή εφαρμογή αντι-ηλιακού συνεπάγεται την επάλειψη 2 mg/cm2 επιφάνειας σώματος, ή πιο πρακτικά, μίας ουγγιάς κρέμας για να καλύψει ολόκληρο το σώμα ενός μέσου ενήλικα. Δεδομένου ότι η 1 ουγγιά αντιστοιχεί σε περίπου 28-29 γραμμάρια και ότι ένα συμβατικό σωληνάριο μιας κλασικής φαρμακευτικής κρέμας βρίσκεται σε περιέκτη ακριβώς 30g, καταλαβαίνουμε πως η ποσότητα αντιηλιακού που οφείλουμε να εφαρμόζουμε είναι στην ουσία πολύ μεγαλύτερη της συνήθους. Συνυπολογίζοντας την αναγκαιότητα ανανέωσης της εφαρμογής του κάθε 2 με 3 ώρες, συμπεραίνουμε ότι μια συνήθης συσκευασία των 150ml είναι καταναλωτέα μες σε 5 το πολύ ημέρες διακοπών που συνοδεύονται με 3ωρη ημερήσια παραμονή μας για μπάνιο στη θάλασσα.
Συνήθως, όμως, στην πράξη, οι περισσότεροι από μας χρησιμοποιούμε ημερησίως μόλις το ¼ με ½ της ενδεικνυόμενης ποσότητας, γεγονός που συνεπάγεται έναν δείκτη προστασίας που αντιστοιχεί ουσιαστικά στην τετραγωνική ρίζα του αναγραφόμενου. Δηλαδή, για εφαρμογή της μισής από την απαιτούμενη ποσότητα ενός αντι-ηλιακού με SPF 50, βάσει του κανόνα που μόλις περιγράψαμε, ο πραγματικά παρεχόμενος SPF είναι μόλις 7 !
Το μαύρισμα δεν είναι παρά η απάντηση του δέρματος στις ζημίες που προκάλεσε η υπεριώδης ακτινοβολία. Αναπτύσσεται σε δύο στάδια : το άμεσο και το επιβραδυνόμενο. Η πρώτη περίπτωση αφορά στην επίτευξη άμεσου, διακριτικώς υποσημαινόμενου ηλιοχρώματος μες σε λίγες ώρες από την ηλιοέκθεση και μεσολοβείται από την UVA ακτινοβολία. Είναι τα ίδια μήκη κύματος φωτός που ενέχονται στη φωτογήρανση. Σε μια διαδικασία, που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση άλλοτε άλλου βάθους και έκτασης ρυτιδώσεων, δυσχρωμιών (πανάδων ή υποχρωματισμών), ηλιακής ελάστωσης, δηλαδή « ζαρώματος » του δέρματος, λόγω της διείσδυσης των Α υπεριωδών ακτίνων σε βαθέα στρώματα του δέρματος, όπως είναι το χόριο ή δερμίδα. Η φωτογήρανση είναι υπεύθυνη για την κλασική ρομβοειδή, περγαμηνοειδή εικόνα του « σβέρκου » των περισσότερων ανδρών με κοντά μαλλιά στην ελληνική ύπαιθρο. Η αντίστιξη δέρματος σβέρκου, που βρίσκεται σε συνεχή έκθεση στις UVA, και του αμέσως κάτωθεν δέρματος της ράχης, που προστατεύεται από το ρουχισμό, είναι ενίοτε θεαματική. Θαρρείς και τα τμήματα αυτά δέρματος ανήκουν σε άλλον άνθρωπο που διαφέρει ηλικιακά ως και μια 20ετία από τον εξεταζόμενο.
Το σημαντικότερο ποσοστό μαυρίσματος επιτυγχάνεται μέσω των βλαβερών, καθώς είναι υπεύθυνες για φωτοκαρκινογένεση, ηλιακών ακτίνων UVB. Το ηλιόχρωμα που αποκτάται μέσω της UVB έκθεσης, δεν προσφέρει παρά ελάχιστη προστασία έναντι στις δηλητηριώδεις επιδράσεις μιας επέκεινα ηλιοέκθεσης. Δεν αυξάνει σε στατιστικά σημαντικό βαθμό τον εγγενή του δέρματός μας SPF, και ως εκ τούτου κάθε παγιωμένη αντίληψη περί της μη αναγκαιότητας αντιηλιακής προστασίας από τη στιγμή που επέλθει ένα ήπιο μαύρισμα είναι ολωσδιόλου εσφαλμένη. Ειρήσθω εν παρόδω, πως το επιφερόμενο μέσω solarium ηλιόχρωμα, ουδόλως συνεισφέρει σε μετέπειτα προστασία από τις νοσογόνους επιρροές της ηλιοέκθεσης. Πέραν δε τούτου, το solarium (95% UVA + UVB) θεωρείται αφ’ εαυτού μηχανισμός πρόκλησης φωτοκαρκινόγενεσης και αντενδείκνυται επισήμως και απολύτως.
Για μια ακόμη φορά, οι ανατραπείσες επιστημονικές θέσεις του παρελθόντος, συντηρούν τις σημερινές εσφαλμένες συμπεριφορές. Επανερχόμαστε στο Εγχειρίδιο Ηλιοθεραπείας του 1925, όπου διαβάζουμε τον Καθηγητή Μπένση να προλογίζει το εικονιζόμενο σύγγραμμα, καταγράφοντας απόψεις που δικαιολογούν και επικροτούν τις συνήθεις πρακτικές του ηλιομαυρίσματος : « Εις την Ηλιοθεραπείαν, εάν μετά προσοχής, ολίγον κατ’ ολίγον αυξάνωμεν τον χρόνον της διαρκείας εκάστου ηλιολούτρου, άπαξ δε επιτυχόντες την υπόφαιον χρώσιν του δέρματος (το ηλιομαύρισμα), δυνάμεθα του λοιπού, να εκθέτωμεν το δέρμα επί ολοκλήρους ώρας εις τον ήλιον χωρίς να φοβώμεθα την παραγωγήν φλεγμονωδών φαινομένων, το δέρμα αντέχει του λοιπού και εις μεγίστην έντασιν των ηλιακών ακτίνων, ήτις ως μόνον αποτέλεσμα θα έχη επί του δέρματος το να αυξήση την έντασιν της ηλιοχρώσεως. »
Συγκεφαλαιώνοντας, σε βιοχημικό και ιστολογικό επίπεδο, το ηλιόχρωμα ή ηλιομαύρισμα αποδίδεται στη σύνθεση μελανίνης, μιας « δερμοχρωστικής » που εκλύεται λόγω του επαγόμενου από τις UV φωτεινές ακτίνες οξειδωτικού stress των κερατινοκυττάρων και μελανοκυττάρων της επιδερμίδας. Η παραγωγή μελανίνης συγχρονίζεται με μία προσπάθεια ενεργοποίησης των μηχανισμών επιδιόρθωσης των βλαβών του γενετικού υλικού, δηλαδή του DNA των προαναφερθέντων κυττάρων. Κι αν η επιδιόρθωση αυτή προς στιγμήν επιτύχει, και απομακρύνει προσωρινά τον κίνδυνο πρόκλησης καρκίνου του δέρματος, σε κάθε περίπτωση, ο αποδεκατισμός του ηλιακού κεφαλαίου λαμβάνει χώρα με τρόπο μη αντιστρεπτό ή επανορθώσιμο. Έτσι, κάθε μαύρισμα, κάθε ηλιόχρωμα είναι πρόδρομος ηλιοδερμίας, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που το κιτρίνισμα των δαχτύλων του χεριού ή των οδόντων του καπνιστή, πιθανότητα προδηλούν μια υποκείμενη αναπνευστική ή άλλη διαταραχή σχετιζόμενη με τις βλαβερές επιδράσεις του τσιγάρου.