Είναι πλέον επιστημονικά ξεκάθαρο πως οι πολλαπλές αποχρώσεις του δέρματος ανάγουν όλες σε μία κοινή καταγωγή. Στο αρχέτυπο μαύρο χρωματικό φάσμα των επιδερμίδων των πρώτων αφρικανικών κοινοτήτων του Ηοmo sapiens. Λόγοι προσαρμογής στο φυσικό περιβάλλον προκάλεσαν τον σταδιακό αποχρωματισμό στους πληθυσμούς που μετανάστευσαν απομακρυνόμενοι από τις τροπικές ζώνες.
Η σπουδή στη Δερματολογία της ποικιλότητας στοχεύει στην περιγραφή του χρώματος του δέρματος, όπως αυτό ενεργεί στη φυσιολογία, νοσολογία, και θεραπευτική του δέρματος, ανεξάρτητα από το συσχετισμό του με την γενεαλογική προέλευση, ή άλλα γενετικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου. Η ένταση της ευμελανινικής χρώσης, αναδεικνυόμενη σε ανεξάρτητο παράγοντα κλινικής αξιολόγησης στη Δερματολογία της ποικιλότητας, μόνο οφέλη μπορεί να προσπορίσει στον ασθενή με μελανόχρωμη επιδερμίδα. Θυμίζουμε πως το μελανινικό φορτίο επιδρά σε σειρά δερματοπαθειών, όπως:
β) στο υποκειμενικό βίωμα μιας λεύκης,
γ) στην εξέλιξη ενός μελάσματος (πανάδων),
δ) στη διάρκεια επιμονής της μελάγχρωσης που εμφανίζεται ύστερα από μελαγχρωματικό λειχήνα, μιας σχετικά συχνής φλεγμονώδους δερματοπάθειας,
ε) στο δυσχρωμικό ρίσκο μίας επεμβατικής διαδικασίας, όπως είναι πχ η βιοψία δέρματος.
Ένας βασικός λόγος που καθιστά κρίσιμη την κατάρτιση στην ειδική επί των μελανόχρωμων επιδερμίδων Δερματολογία, είναι οι κατά καιρούς πλεονάζουσες εσφαλμένες αντιλήψεις αναφορικά με τα εν λόγω δέρματα. Πρόκειται, κυρίως, για ψευδοεπιστημονικές απόψεις, ή μάλλον, « επιστημονικοποιημένες » προκαταλήψεις « ειδικών στο μαύρο δέρμα » γιατρών και ανθρωπολόγων, που δεν τεκμηριώθηκαν ποτέ, μα, απλώς, άκριτα και μέσω της επίκλησης στην αυθεντία, αναπαράγονταν σε συγγράμματα, διαμορφώνοντας μιαν άρδην λανθασμένη σημειολογία. Εδώ εντάσσονται, ωστόσο, και τα κατασκευάσματα μιας φυλετικά σχεδιασμένης ιατρικής (« racial ή racialized medicine»), εξ υπαρχής ταγμένης να υπηρετήσει μεθοδικά το δουλεμπόριο, τη δουλεία, το ρατσισμό, και κάθε είδους διάκριση και εξανδραποδισμό που συνόδευε το εκμεταλλευτικό σύστημα αποικιοκρατικών κρατών και δυνάμεων.
Στην πρώτη περίπτωση, που έχει να κάνει με ψευδοεπιστημονικές απόψεις, ετούτες είναι κάποιες φόρες τόσο εδραιωμένες, ώστε να εξακολουθούν να τίς ενστερνίζονται ιατροί, ακόμη και Δερματολόγοι, ως τις μέρες μας. Αναγράφονται επιγραμματικά ορισμένα από τα αναπόδεικτα ή ψευδή αυτά σχήματα:
α) το αυξημένο πάχος και πυκνότητα της επιδερμίδας στους ανθρώπους αφρικανικής καταγωγής, που φτάνει ως και να απαιτεί μεγαλύτερη δόση ακτινοβολίας Χ για τη διενέργεια ακτινογραφίας!
β) η συνεπαγόμενη αυξημένη αντοχή και ανθεκτικότητα του δέρματός τους! – αντίληψη κομμένη και ραμμένη στα μέτρα των ισχυρών εκμεταλλευτών, « καθαγιάζουσα » τη δουλεία και τη σκληρή εργασία,
γ) συνεπακόλουθη αδυναμία εφαρμογής επαρκούς θεραπευτικής αγωγής λόγω του παχέος δέρματος!,
δ) εγγενής ξηροδερμία που καθιστά αναγκαία την εφαρμογή πρωτοκόλλων εντατικής ενυδάτωσης, με κίνδυνο ανάπτυξης ερεθιστικών ή αλλεργικών εξ επαφής δερματιτίδων λόγω κατάχρησης ενυδατικών κοσμετολογικών προϊόντων. Τώρα πλέον, γνωρίζουμε πως η θαμπή, γκριζωπή εμφάνιση της κερατίνης στιβάδας της επιδερμίδας σε όσους έχουν σκούρο φωτότυπο, δεν είναι παρά μια βιοφυσική, ψευδεπίγραφη εικόνα, που δεν υποκρύπτει παθολογία. Οφείλουμε, ωστόσο, να αγρυπνούμε όταν αλλάζει ο βαθμός « ύγρανσης » αυτής, όπως σε περιπτώσεις πρόσφατης μετακίνησης από τροπικές ζώνες σε πλέον εύκρατα ή ψυχρά κλίματα,
ε) η σπανιότητα των φωτοδερματοπαθειών. Γνωρίζουμε, πλέον, πως στους αφρικανικής προέλευσης ασθενείς, παρατηρείται ενίοτε πολύμορφο εκ φωτός ερύθημα και δη μια ειδική κλινική μορφή αυτού, η « δίκην στίγματος » ή « κουκκίδας » φωτοδερματίτιδα (« pinpoint dermatitis »),
στ) η σπανιότητα περιστατικών ψώρας σε πληθυσμούς με μαύρο φαινότυπο !(;)
Στη δεύτερη κατηγορία, εκείνη των φυλετικών δερματολογικών αποκλίσεων, εγγράφεται η ψευδονοσολογική οντότητα ή ψευδοσύνδρομο της « Αιθιοπικής Δυσαισθησίας » (« Dysæthesia Æthiopis »).
H Dysæthesia Æthiopis που κυριάρχησε για μια 15ετία στην αμερικάνικη (Νότιες Πολιτείες) Νοσολογία και Ψυχιατρική, πρόκειται για αμάλγαμα δερματολογικής και νευρολογικής, ή μάλλον ψυχιατρικής συνδρομής, που αποτελεί ευφάνταστη, μα και τραγική σύλληψη ενός ιατρού, Παθολόγου και Ψυχιάτρου, « ειδικού επί της Νέγρικης Φυλής », του Δρος Σαμουήλ Αδόλφου Cartwright (1793-1863). Το 1851, σε ένα κρεσέντο ρατσιστικού οίστρου, που διοχετεύεται στην ιατρική του κρίση για την καθορίσει, ο Cartwright διατυπώνει σε επίσημη έκθεσή του, προς την Ιατρική Εταιρεία της Λουϊζιάνα των ΗΠΑ, αναφορικά με « Νόσους και Ιδιαιτερότητες της Nέγρικης Φυλής (sic) », τη θεωρία του περί δύο ιδιοσυγκρασιακών νόσων που απαντώνται αποκλειστικά σε Αφρο-Αμερικανούς : της « Δραπετομανίας » και της « Αιθιοπικής Δυσαισθησίας ». Η έκθεση έτυχε δημοσίευσης τον Μάιο 1851 στο επιστημονικό περιοδικό « The New Orleans Medical and Surgical Journal », ως « Report on the Diseases and Physical Peculiarities of the Negro Race ».
Η ελληνική ονοματολογία των επινοημένων, υποτιθέμενων νοσολογικών οντοτήτων οφείλει να μάς ευαισθητοποιήσει ιδιαίτερα, όλους όσοι είμαστε ελληνόφωνοι. Η φυλετική Ιατρική των Νοτίων Πολιτειών της Αμερικής δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει επιστημολογικά-τεχνοκρατικά τα ελληνικά, για να παραγάγει εν προκειμένω, τους δύο δυστοπικούς όρους που αναλύουμε. Η ελληνική γλώσσα, ωστόσο, αποτίναξε αυτό το "άγος", όταν φρόντισε να δώσει μέσα από την αλφάβητό της, ονοματολογική υπόσταση στην πρώτη ΑφροΑμερικανική Πανεπιστημιακή Αδελφότητα το 1906. Πρόκειται για την "ΑΦΑ", Alpha Phi Alpha, όπου το ακρωνύμιο παραπέμπει στη λέξη ΑΦροΑμερικανός. Οι κολλεγιακές και πανεπιστημιακές αμερικανικές οργανώσεις φοιτητών είθισται από σύστασής τους (1776 η παλαιότερη) να φέρουν ελληνικούς χαρακτήρες, κατά τρόπο "μυστηριακό", κυρίως βέβαια, λόγω του κοινωνικού κύρους και της "λογιοσύνης" που προσέδιδε παλαιότερα η γνώση της αρχαίας ελληνικής στους κατόχους της. Ένα μέλος της οργάνωσης (Chris Bracey), εξηγώντας, τους λόγους της υιοθέτησης των ελληνικών γραμμάτων είχε δηλώσει μεταξύ άλλων τη δεκαετία του 1990 σε άρθρο του με τίτλο "Why do Black People call themselves Greek?", τα εξής: "I am proud to call myself a black Greek, and justifiably so. I am not confused by the term, and neither should you be".
H « Δραπετομανία » αφορά στην « αδικαιολόγητη » φυγή των σκλάβων από τα δεσμά τους, στο πλαίσιο μονομανιακής συνδρομής που τούς καταλαμβάνει και τούς ωθεί στην απόδραση. Ορίστηκε ως νοσηρότητα η φυσική επιδίωξη για έναν σκλάβο της χειραφέτησής του! Η βούληση για απελευθέρωση, για αποτίναξη της δουλείας, χαρακτηρίστηκε ψυχιατρική συνδρομή! Ήταν η περίοδος (μέσα 19ου αι.), όπου στην ψυχιατρική ορολογία ευδοκιμούσε η χρήση της έννοιας της « μονομανίας », δηλαδή της παραληρητικής διαταραχής ψυχωσικής αρχής ή μανιοκαταθλιπτικής αιτιολογίας. Έβριθε η Ψυχιατρική όρων, όπως : κλεπτομανία, πυρομανία κλπ, δηλαδή παραληρητικών ιδεών προσηλωμένων σε μία συγκεκριμένη θεματική, εν προκειμένω : στη φυγή, στην απόδραση.
Η δυσαισθησία χαρακτηρίστηκε ως « αιθιοπική », στο πλαίσιο της αρχαιοελληνικής έννοιας του όρου, όπου ο Αιθίοπας < αίθω + όψη, ήτοι ο έχων ηλιοκαμένη όψη, περικλείει εν συνόλω κάθε αφρικανικό πληθυσμό. Αφορά σε μία νωθρή, οκνή και αμελή εν γένει συμπεριφορά, εν είδει αγνωμοσύνης προς τα « αφεντικά » και συνάμα « μειωμένου ζήλου για εργασία », που σε σωματικό επίπεδο συνδυάζεται, κατά βάση, με υπαισθησία, ήτοι μερικώς μειωμένη αισθητικότητα του δέρματος, παράλληλα με την ταυτόχρονη παρουσία ειδικών, παθογνωμονικών δερματικών αλλοιώσεων. Ο Δρ Cartwright αφήνει να εννοηθεί ως τέτοιες, μάλλον τα χηλοειδή. Αυτά αποτελούν δερμικούς ψευδο-όγκους που εμφανίζουν μεγαλύτερη επίπτωση και ανάλογη κλινική σοβαρότητα σε ασθενείς αφρικανικής καταγωγής. Εντούτοις, ποτέ δεν περιεγράφησαν επισήμως οι συγκεκριμένες δερματικές αλλοιώσεις. Ώστε ως μόνες τέτοιες βλάβες, δηλωτικές της αιθιοπικής δυσαισθησίας, να εκλαμβάνονται στην πράξη οι υπερτροφικές ουλές από τις μαστιγώσεις που προέβαλλαν, εξάλλου, ως ενδεικνυόμενη θεραπευτική μέθοδος αντιμετώπισης μορφών αιθιοπικής δυσαισθησίας. Άλλωστε, η υπαισθησία, που σύμφωνα με την Cartwright άγγιζε κάποτε τα όρια της πλήρους « αναισθησίας », συνεπαγόταν και μειωμένη αντίληψη του πόνου (που θα προκαλείτο από το μαστίγωμα, και θα θεραπευόταν συνάμα μέσω αυτού!).
Πιο συγκεκριμένα, προς αποκατάσταση της δερματικής υπαισθησίας, το δέρμα χρήζει διέγερσης, σύμφωνα με τον Δρα Cartwright. Οπότε, για τη θεραπεία της αιθιοπικής δυσαισθησίας, ο καλύτερος τρόπος διέγερσης του δέρματος συνίσταται στο κάτωθι πρωτόκολλο:
α) πλύσιμο του « ασθενούς » με σαπούνι και ζεστό νερό,
β) επίχριση με λάδι,
γ) μαστίγωση με φαρδύ λουρί, φροντίζοντας να εισδύσει το έλαιο στο δέρμα,
δ) ανάθεση επιτέλεσης δύσκολης εργασίας στο ύπαιθρο, κάτω από την ήλιο,
ε) εφαρμογή συγκεκριμένης δίαιτας, επαρκούς νυχτερινής ανάπαυσης και επανάληψης αυτού του « κύκλου θεραπείας » το ερχόμενο πρωί ως την επίτευξη ίασης - άρσης δηλαδή της αδράνειας και νωχελικότητας…
Ως εναλλακτική λαϊκότροπη ονομασία για την αιθιοπική δυσαισθησία, χρησιμοποιήθηκε η έννοια της « rascality », που αποδίδεται ως « αχρειότητα » « κατεργαριά » ή « κακουργία » καθώς οι « νοσούντες » εξ αυτής, πέραν από την οκνηρία και τη ληθαργικότητα, δύνανται να εμφανίσουν συμπεριφορές όπως είναι η καταστροφή αντικειμένων, η λεηλασία εγκαταστάσεων κλπ.
Ο γιατρός Cartwright υπήρξε ο κατεξοχήν απολογητής της δουλείας, ο επιστημονικός εκπρόσωπος ενός κατεστημένου συστήματος οικονομικής εκμετάλλευσης που βασιζόταν στο δουλεμπόριο και στη σκλαβιά. Στην ίδια έκθεση (Μάρτιος 1851), όπου παραθέτει τις υποτιθέμενες ασθένειες που αναλύουμε σήμερα, είχε φροντίσει να ξεκαθαρίσει εκ προοιμίου, ότι « εν σχέσει με το χρώμα, υπάρχει η ίδια διαφορά στη σάρκα λευκού και μαύρου άνδρα, όπως ανάμεσα στη σάρκα κουνελιού και λαγού (sic) ». Σε άλλο σημείο αποφαίνεται πως το μαύρο δέρμα είναι « σκληρό, πυκνό, τραχύ, στεγνό και πιο παχύ ». Ως τέτοιο φέρεται να ανθίσταται σε δύσκολες συνθήκες και επίπονες εργασίες…
Ολοκληρώσαμε με τις αβελτηρίες πάνω στο μαύρο δέρμα και αναγνωρίσαμε τις ρατσιστικές εκτροπές της Επιστήμης που δεν πρέπει να αποπλαισιώνουμε από το εκάστοτε ιστορικό, κοινωνικό και πολιτισμικό γίγνεσθαι στο οποίο εντάσσεται. Για τούτο και ο χαρακτηρισμός θέσεων όπως εκείνες του Δρος Cartwright, ως απλώς « ψευδοεπιστημονικές », δεν ανταποκρίνεται στο διακύβευμα, καθώς απομειώνει τον ρόλο νομιμοποίησης ή κάθαρσης καταστάσεων όπως η δουλεία, το δουλεμπόριο, ο ρατσισμός, που κάποτε δυστυχώς, αλλοίμονο!, βρέθηκε να υπηρετεί η Ιατρική μέσω ορισμένων λειτουργών της.
Τέλος, για να συγκεφαλαιώσουμε με μια αξιοσημείωτη ιατρική αλήθεια, ας σταθούμε σε δύο αδρά οφέλη που το έντονο ευμελανινικό φορτίο προσδίδει στο ανθρώπινο δέρμα, την ίδια στιγμή που οι ανοιχτόχρωμες επιδερμίδες τα αποστερούνται : α) η επιβράδυνση της φωτογήρανσης (ελάστωσης), και β) ο μειωμένος κίνδυνος ανάπτυξης μη μελανοκυτταρικών καρκινωμάτων.
H διατήρηση αρτιότερης « τροφικότητας » του μαύρου δέρματος, καθώς και ο μειωμένος κίνδυνος εμφάνισης βασικοκυτταρικών και ακανθοκυτταρικών καρκινωμάτων, συνιστούν ουσιώδεις και τεκμηριώμενες διαπιστώσεις. Λόγω της οφειλόμενης στην ευμελανίνη υψηλής προστασίας του από τις υπεριώδεις ακτίνες, το μαύρο δέρμα παρουσίαζει τόσο λιγότερη φωτογήρανση, όσο και σημαντικά μικρότερη φωτοκαρκινογένεση. Έτσι, ένας ασθενής με έντονα σκούρο φωτότυπο δείχνει a priori νεώτερος σε πρόσωπο, λαιμό και στέρνο συγκριτικά με ένα συνομήλικό του με ανοιχτόχρωμα δέρμα, ιδιαίτερα αν ο δεύτερος δεν χρησιμοποιεί αντι-ηλιακό. Ομοίως, δύσκολα θα συναντήσουμε μη μελανοκυτταρικό καρκίνωμα σε ηλιοεκτεθειμένο μάυρο δέρμα, σε αντίθεση με τις συνεχώς ή περιοδικά εκτιθέμενες στο φως ζώνες σώματος σε κάποιον/α με ανοιχτό φωτότυπο.