Με την εισαγωγή του στην ιστορία της ψυχαγωγίας να ανιχνεύεται στο καρολίγγειο Δουκάτο της Βουργουνδίας, ο "χορός μετεμφιεσμένων" (ή αλλιώς "μπαλ μασκέ") διατρανώθηκε ως πρακτική καρναβαλικής διασκέδασης στην Ιταλία της Αναγέννησης, για να διαχυθεί στη συνέχεια σε πληθώρα ευρωπαϊκών αυλών, αποκτώντας σταδιακά την ολοκληρωμένη μορφή του, όπως αυτή απεικονίζεται σε βρεταννικές λιθογραφίες του 18ου - 19ου αι., ως και στους φερώνυμους πίνακες των Charles Hermans (1839-1924) και Albert Lynch (1860-1950).
Η διοργάνωση εσπερίδων, όπου οι μετέχοντες ενδύονται κοστούμια ευφάνταστα (ντόμινο), και με την απαραίτητη συνοδεία μάσκας ξεχύνονται σε μια νευρώδη διασκέδαση, διαπερνά έκτοτε τους κύκλους ευγενών - και όχι μόνο - οι οποίοι διαγκωνίζονται για την εξασφάλιση της πιο φανταχτερής φορεσιάς, την επικράτηση της πιο χαρούμενης διάθεσης. Κι έτσι οι "bals masqués", ή αλλιώς "mascarades" εμπεδώνονται έμπρακτα ως εξεζητημένης απόλαυσης διασκεδάσεις των "υψηλών" ενίοτε κοινωνικών στρωμάτων, λαμβάνοντας έναν υποτυπώδη "θεσμικό" χαρακτήρα κατά την καρναβαλική περίοδο.
Μια τέτοια χοροεσπερίδα, που έλαβε χώρα στα 1792, έφτασε να επηρεάσει τις τύχες και την πορεία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους πριν από ακριβώς 160 χρόνια από σήμερα!
Η διαδρομή που θα ακολουθήσουμε ξεκινά από τη Στοκχόλμη του Γουσταύειου Διαφωτισμού, διέρχεται από τη Νάπολη του Βασιλείου των Δύο Σικελιών και τη Λισσαβώνα, για να καταλήξει στην Αθήνα της Μεσοβασιλείας.
Ο Γουσταύος Γ' της Σουηδίας (1746-1792) βασίλευσε απολυταρχικά στο πλαίσιο των προταγμάτων της "πεφωτισμένης Δεσποτείας" περιορίζοντας τη δύναμη των αριστοκρατών και μεγάλων γαιοκτημόνων. Πέραν από την εισαγωγή μέτρων όπως η προστασία των μειονοτήτων, η απόδοση ουσιωδών δικαιωμάτων στους Εβραίους υπηκόους του, ή η δραστική περιστολή της θανατικής ποινής, έμεινε γνωστός, κυρίως, για την αγάπη του για τις Τέχνες και τα Γράμματα, όπως αυτή εκδηλώθηκε μέσα από τη θεμελίωση της πρώτης Όπερας της Στοκχόλμης και της φημισμένης Σουηδικής Ακαδημίας.
Από τη Βασιλική Όπερα της Στοκχόλμης δεν θα μπορούσε να λείψει η παράδοση των bals masqués. Ο χορός που θα μάς απασχολήσει πραγματοποιήθηκε στις 16 Μαρτίου 1792. Ο βασιλιάς με δύο κόμητες, επιστήθιους φίλους του, δειπνεί στην Όπερα ως συνήθιζε να κάνει πριν από τις μεγάλες βεγγέρες. Ήταν μόλις είχε ολοκληρώσει τη σούπα του, όταν τού επιδόθηκε ένα ανυπόγραφο σημείωμα που γλίστρησε στην αίθουσα της τράπεζας.
Σύμφωνα με τα γραφόμενα, ο βασιλιάς έπρεπε να απόσχει του χορού καθώς υπήρχαν υπόνοιες πως εξυφαινόταν απόπειρα δολοφονίας του.
Ο Γουσταύος Γ' αψήφησε το περιεχόμενο του μηνύματος. Περιβλήθηκε το ντόμινό του, καμωμένο από μαύρο μετάξι, αφήνοντας διακριτικά να προβάλει η κυανού χρώματος ταινία του βασιλικού σουηδικού Τάγματος των Σεραφείμ, που έφερε προσαρμοσμένο σε μιαν άκρη της ένα διαμαντένιο διάδημα. Εφάρμοσε τη μάσκα στο πρόσωπό του. Στις 23:30, τη στιγμή της κορύφωσης του κεφιού, ο βασιλιάς κάμει την είσοδό του στο χώρο της ορχήστρας της Όπερας που μετρούσε περισσότερους από επτακόσιους μασκοφόρους. Ευθύς μόλις έγινε αντιληπτός από τα διακριτικά του στολισμού του, δύο ομάδες χορευτών τόν απομονώνουν.
"- Bonsoir, beau masque!", ακούγεται στα γαλλικά από ένα ντόμινο που τείνει το χέρι του στο Γουσταύο, χτυπώντας τον συγκαταβατικά στον ώμο. Τούτη η φράση στα γαλλικά αποτελούσε το σύνθημα των συνωμοτών ώστε να στοχεύσει ο επίδοξος δολοφόνος. Η βολή από πιστόλι βρήκε το θύμα στο αριστερό ισχίο για να καταλήξει στη μέση του, στο ύψος του τρίτου οσφυϊκού σπονδύλου.
"- Μόλις πληγώθηκα από μια μεγάλη μαύρη μάσκα!", πρόλαβε να αναφωνήσει ο βασιλιάς, αφού πρώτα κραύγασε δυνατά από τον πόνο. Κι ενώ το τραύμα αρχικά κρίθηκε ακίνδυνο, η διαπύησή του δεν καθυστέρησε. Η σήψη επήλθε, και ο Γουσταύος Γ' κατέληξε ύστερα από δώδεκα ημέρες κλιμακούμενης αγωνίας.
Με τον καιρό, το γεγονός της δολοφονίας του Σουηδού μονάρχη εν τω μέσω ενός χορού μασκαρεμένων, έγινε θρυλικό αφήγημα που ενέπνευσε σειρά Γάλλων και Ιταλών δραματουργών του 19ου αι. Ένας εξ αυτών, ο Ιταλός ποιητής Αntonio Somma (1809-1864), συνέθεσε το λιμπρέτο "Le Bal masqué" ή "Γουσταύος Γ'", που αποτέλεσε τη βάση της ομώνυμης όπερας "Un ballo in maschera" του Ιωσήφ Βέρντι (1813-1901). O Verdi θα δουλέψει περί τον ένα χρόνο στη Νάπολη, δίπλα στον λιμπρετίστα συνεργάτη και φίλο του, Somma, ώστε να παραδώσει το έργο του στις 17 Φεβρουαρίου 1859 - ύστερα από τρικυμιώδεις αντεγκλήσεις με τη ναπολιτάνικη αρχή λογοκρισίας που απαγόρευε τη δραματοποίηση και λυρική απόδοση της δολοφονίας ενός Aρχηγού Kράτους.
Διαβάστε περισσότερα στην ηλεκτρονική έκδοση του « Βήματος της Κυριακής » tovima.gr
Από το θέατρο Tordinona-Apollo της Ρώμης και την παγκόσμια "πρώτη" του μελοδράματος του Verdi, μεταγόμαστε ένα χρόνο μετά στην Πορτογαλία, οπότε και στις 15 Απριλίου 1860, στο Βασιλικό Εθνικό Θέατρο του Αγίου Καρόλου, στη Λισσαβώνα, η παράσταση κάμει πρεμιέρα στην πόλη.
Μεταβαίνει φυσικά για να την παρακολουθήσει ο εφησυχάζων τότε "αρτίστας" Βασιλιάς (sic) Φερδινάνδος Β' της Πορτογαλίας (1816-1885). Ένας γερμανικής καταγωγής πρίγκιπας - του κλάδου Σαξονίας-Κοβούργου και Γκότα - που έφερε καταχρηστικά (τιμής ένεκεν) τον τίτλο του βασιλέα της χώρας του. Υπήρξε ουσιαστικά ο βασιλικός σύζυγος (Roi consort) της βασίλισσας Μαρίας Β' της Πορτογαλίας (1819-1853). Έμεινε νωρίς χήρος και ασκούσε καθήκοντα Αντιβασιλέα ως την ενηλικίωση του πρωτότοκου γιού του, Πέτρου Ε' (1837-1861).
Ήταν γνωστός ως "Rei artista", καθώς καταπιανόταν για ώρες με τη ζωγραφική, τη γλυπτική, τη μουσική, τη λογοτεχνία, το λυρικό θέατρο, ενώ ήταν παθιασμένος παράλληλα με την ορνιθολογία, τη βοτανική και κηπουρική.
Για να τον γνωρίσουμε καλύτερα και να αντιληφθούμε την ακούσια, πλην δε ουσιαστική, σχέση του με τη χώρα μας αξίζει να εγκύψουμε στα συμβάντα του εκπλειστηριασμού (sic) του κενωθέντος ελληνικού Θρόνου.
Δεκέμβριος 1862 : Δύο μήνες μετά την έξωση του Όθωνα και ο ελληνικός Θρόνος εξακολουθεί να παραμένει κενός. Η επαναστατική Προσωρινή Κυβέρνηση επιζητά εναγωνίως για νέο μονάρχη της χώρας τον πρίγκιπα Αλφρέδο του Ηνωμένου Βασιλείου (1844-1900). Τόσο οι τυπικές δεσμεύσεις των Μεγάλων Δυνάμεων περί του ασύμβατου της εκλογής βασιλιά για την Ελλάδα μέλους των εν εξουσία ευρισκομένων βασιλικών τους Οίκων, όσο και ο φόβος της βασίλισσας Βικτωρίας (1819-1901) πως οι δυσμενείς συνθήκες υγιεινής στην Ελλάδα (βλ. κίνδυνος νόσησης από τυφοειδή πυρετό) θα μπορούσαν να αποβούν μοιραίες για τον αγαπημένο, δευτερότοκο γιο της, Αλφρέδο, απέκλειαν, στην πράξη ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Εντούτοις, επιδιώκοντας η Βικτώρια να βρίσκεται το ελληνικό Στέμμα υπό βρεταννική επιρροή, απαιτεί από τον εξάδελφό της, Φερδινάνδο Β' της Πορτογαλίας, να ανεβεί εκείνος στον ελληνικό Θρόνο. Εξασφαλίζει, μάλιστα, επί τούτω, την υποστήριξη των Γάλλων. Ως και οι Ρώσσοι φέρονται να αναγκάζονται εκ των πραγμάτων να ανεχθούν μια τέτοια προοπτική.
Στο διάστημα από μέσα Δεκεμβρίου 1862 έως τέλη Ιανουαρίου 1863, ο νεαρός διπλωμάτης, Χαρίλαος Τρικούπης (1832-1896), επιτετραμμένος της ελληνικής Πρεσβείας στο Λονδίνο, αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει την υπόθεση αποδοχής της αγγλικής πρότασης από την Προσωρινή Κυβέρνηση για πρόκριση του Φερδινάνδου Β' στον ελληνικό Θρόνο, ως "the most eligible" one (sic).
Το σώμα της Β' εν Αθήναις Εθνοσυνέλευσης διάκειτο αρνητικά προς την "πορτογαλική λύση". Ο υπουργός των Εξωτερικών, Αδαμάντιος Διαμαντόπουλος (1826-1876) καταλόγιζε στο Φερδινάνδο Β' σωρεία μειονεκτημάτων, όπως : επισφαλή προσωπική οικονομική κατάσταση, χηρεία, αδυναμία εξασφάλισης άμεσης διαδοχής στον ελληνικό Θρόνο. Εξάλλου, η γερμανική του καταγωγή δεν ευνοούσε μια ευνοϊκότερη μεταχείριση της υποψηφιότητάς του, τη στιγμή της κορύφωσης της αντιοθωνικής έξαρσης, που ως ευκταίο επιστέγασμά της εκλαμβανόταν η ανάρρηση στο Θρόνο ενός Άγγλου πρίγκιπα (- τί βέβαια κι αν ως και εκείνος ακόμη ήταν α' γενιάς Σαξ-Κοβούργος από τον πατέρα του;!).
Επανερχόμαστε, εν τέλει, στην ανοιξιάτικη εκείνη εσπέρα Κυριακής, της 15ης Απριλίου 1860, οπότε και ο φιλόμουσος Φερδινάνδος Β' , που διήγε στα 43 του έτη τον έβδομο χρόνο χηρείας του, επισκέπτεται το Βασιλικό Θέατρο της πορτογαλικής πρωτεύουσας για να παρακολουθήσει το σύγχρονo της εποχής του grand-succès λυρικό έργο του Βέρντι "Χορός μετεμφιεσμένων - version Boston".
Το ρόλο του Όσκαρ, ενός νεαρού βαλέ του οπερικού Γουσταύου Γ' της Σουηδίας, κατείχε παρενδυτικά, "en travesti", η γερμανοΕλβετίδα ηθοποιός και υψίφωνος, Elisa Friedericke Hensler (1836-1929). Νεώτατη σοπράνο, είχε κατορθώσει ήδη από τα 19 της έτη να αναδειχθεί σε μείζονα λυρική κολορατούρα της Σκάλας του Μιλάνου, ερμηνεύοντας περίτεχνα και με ευελιξία, άδοντας σε υψηλές νότες. Ωστόσο, η προσωπική της ζωή παραβιάζονταν συστηματικά από τη μιλανέζικη κοινωνία, καθώς τήν κατέκριναν πικρόχολα, ως "πρώην ερωμένη" ενός Ιταλού κόμητος, και "ανύπανδρη μητέρα" ενός μικρού κοριτσιού.
Στο πλαίσιο αυτό, η 24χρονη τότε Ελίζα είχε μόλις μετακομίσει, μαζί με την 5χρονη κόρη της, Αλίκη, για μια νέα ζωή στην Πορτογαλία, και εκείνη ακριβώς τη βραδιά της πρεμιέρας, συμμετείχε στην πρώτη της παράσταση, στην εν λόγω όπερα του Βέρντι!
Ο Dom Fernando εντυπωσιάστηκε από την ερμηνεία και δεξιοτεχνία του Όσκαρ. Γοητεύτηκε από την προσωπικότητα που κρύβονταν μετεμφιεσμένη πίσω από το ρόλο, και γυρεύοντας να μιλήσει στην ηθοποιό, διεπίστωσε πως εκτός από το λυρικό θέατρο, μοιράζονταν μια σειρά από κοινά ενδιαφέροντα: ζωγραφική, ανθοκομία, μουσική, γλυπτική. Μάλιστα, η Elisa τόν ξεπερνούσε, καθώς ασχολείτο, ακόμη, με την κεραμική και την ελεύθερη Αρχιτεκτονική.
Ένας έρωτας αναπτύχθηκε γοργά• με φυσικότητα. Οι δυο τους έγιναν αχώριστοι. Ο Φερδινάνδος αναχωρεί από τα Ανάκτορα, καθώς οι γιοι του - Πέτρος Ε' στην αρχή, και έπειτα Λουδοβίκος Α' (1838-1889) - ανέρχονται διαδοχικά στον πορτογαλικό Θρόνο. Μαζί με την αγαπημένη του και την κόρη της εγκαθίστανται στη Σίντρα, μια λουτρόπολη βόρεια της πρωτεύουσας, σε ένα αγρόκτημα, που τα αρχιτεκτονικά του σχέδια επιμελείται η Ελίζα, και αποφασίζουν να έχουν μια ήρεμη, ιδιωτική ζωή, καταδικιά τους. Καλλιεργούν ακατάπαυστα, ζωγραφίζουν, παίζουν πιάνο και συναναστρέφονται γνωστούς ζωγράφους και μουσικούς.
Πού υπεισέρχεται η Ελλάδα στην περίπτωση του Φερδινάνδου Β';
Από την πρώτη κιόλας στιγμή που ο ερωτευμένος και συνειδητοποιημένος Dom Fernandο έμαθε το σχέδιο προώθησής του στο ελληνικό Στέμμα, που απεργαζόταν η Βασίλισσα Βικτώρια, αντιτάχθηκε με παρρησία σε αυτό. Επικαλέστηκε λόγους καθήκοντος που καθιστούσαν αναγκαία την παραμονή του στην Πορτογαλία. Ωστόσο, στην ουσία, ο Φερδινάνδος Β' επιζητούσε να διάγει ιδιωτικό βίο, προτιμώντας να αφιερωθεί στις Καλές Τέχνες και στην προσωπική, συναισθηματική του ζωή.
Τί κι αν επί 2 μήνες τον πιλάτευαν;
Κινητοποιήθηκε ο θείος του, Βασιλιάς Λεοπόλδος Α' του Βελγίου (1790-1865), τη υποδείξει της Βικτωρίας.
Η δεύτερη ευκαιρία μετά τα 1830 να περιέλθει σε Σαξ-Κοβούργους το ελληνικό Στέμμα! (σσ. Ο Λεοπόλδος πριν αποδεχτεί το βέλγικο Στέμμα, είχε διατελέσει για μισό περίπου χρόνο, στα 1830 επί Καποδίστρια, πρώτος Ηγεμόνας της Ελλάδας). Να βασιλεύει ο Οίκος μας στις δύο άκρες της Μεσογείου! Πορτογαλία και Ελλάδα!
- Δέξου ανεψιέ!
Εις μάτην!
Έστειλε επί τόπου στη Λισσαβώνα, ως και τον ιδιαίτερο γραμματέα του γιού και διαδόχου του, ο γηραιός Λεοπόλδος Α', τον Jules Devaux (1828-1886), με βούλες και όλες τις διατυπώσεις. Φτάνει να επικαλείται ως και την "ξακουστή ομορφιά των γυναικών της Ανατολής" (sic) για να δελεάσει τον ανεψιό του! Τόν παροτρύνει να ενατενίσει την προσφερόμενη νέα ζωή του στην Αθήνα, ως ένα "voyage pittoresque", ενώ, δεν παραλείπει να τόν ψέξει ταυτόχρονα για πεισματική άρνηση εγκατάλειψης της οκνηρίας του ("dolce far niente").
Ανένδοτος ο Φερδινάνδος.
"- Μή με ταράζετε πλέον!"... Φάνηκε πως ανήκε στους ανθρώπους που αγαπούν πέρα από το σύνηθες μέτρο• ώστε το δέσιμό τους σε μιαν ερωτική σχέση να είναι ακατάλυτο. Παντοδύναμο. Να δύναται "έξω βάλλει" ως και ...ένα προσφερόμενο Στέμμα!
Για δεύτερη φορά, στα 1868, θα αρνηθεί, εξίσου, τον προσφερόμενο Θρόνο της Ισπανίας, επικαλούμενος απαρασάλευτος τους ίδιους λόγους.
Ο Φερδινάνδος άκουσε το δρόμο της καρδιάς του. Στα 1869 παντρεύονται επίσημα σε μοργανατικό γάμο με την Ελίζα. Στα 69 του χρόνια θα φύγει από τη ζωή μετά από μια επώδυνη διετή νόσο, καθώς διεγνώσθη με προχωρημένο ακανθοκυτταρικό καρκίνο του στοματοφάρυγγα (αριστερά στην σκληρά υπερώα). Ο όγκος χωροκατακτητικά (είτε λόγω εγκεφαλικών μεταστάσεων) επέφερε διπλωπία. Μια μέρα που πήγαινε στο θέατρο, θολά και διπλά θωρώντας τα σκαλιά, διπλώθηκε• έπεσε καταγής. Ένα ενδοκρανιακό αιμάτωμα επέφερε το τέλος.
Γιατρός του ήταν ο αξεπέραστος για την εποχή, Γερμανο-Αυστριακός Καθηγητής Χειρουργικής, Τheodor Billroth (1829-1894) -στον οποίον οφείλουμε, μεταξύ άλλων, τις δύο φερώνυμες τεχνικές γαστρεκτομής που εφαρμόζονται σε παραλλαγές τους ως τις μέρες μας, καθώς επίσης, και την ελληνικής έμπνευσης ονοματοδοσία του Streptococcus στα 1874. Ο Billroth είναι που, κληθείς από τη Βιέννη, διεπίστωσε το ανεγχείρητο του όγκου και έδωσε την πρόγνωση στους οικείους του. Ο Φερδινάνδος αγαπούσε και εμπιστευόταν τον συμπατριώτη του χειρουργό, καθώς μοιράζονταν την ίδια αγάπη για τη μουσική. Ο Καθηγητής Billroth ήταν δεινός βιολιστής και πιανίστας!
Σύμφωνα με τα ιατρικά ήθη της εποχής και δεδομένης της ευαίσθητης φύσης του Φερδινάνδου, η διάγνωση που τού είχε τεχνηέντως κοινοποιηθεί (και δη γαλλιστί: "ostéite chronique") ήταν εκείνη μιας δήθεν χρόνιας οστεομυελίτιδας της άνω γνάθου. Με σκοπό να μην αποθαρρυνθεί επί ματαίω, ο ούτως ή άλλως θνήσκων "αρτίστας Βασιλιάς".
Καταλήγοντας, ιχνηλατήσαμε τη διαδρομή που δείχνει πώς ένας έρωτας που άξαφνα γεννήθηκε, με αφορμή την πρεμιέρα του "Χορού μετεμφιεσμένων" στη μακρινή Λισσαβώνα, επηρέασε το πολιτειακό σύστημα της Ελλάδας. Είδαμε πώς ένας έρωτας, με τα (συν)αισθήματα που επιφέρει, κατανικά την απώτατη φιλοδοξία, την πλέον ζηλευτή εξουσία. Μά και πως, οι μάσκες επιδρούν στην πολιτική, όχι μόνο με μεταφορικό τρόπο, παρά κάποτε και κυριολεκτικά!
Διαβάστε περισσότερα στην ηλεκτρονική έκδοση του « Βήματος της Κυριακής » tovima.gr