Οι πρώτοι πληθυσμοί του Homo sapiens (του ανθρώπινου είδους στο οποίο ανήκουμε), εμφανίστηκαν πριν από περισσότερα από 300.000 χρόνια στις περιοχές πέριξ και κάτωθεν της Σαχάρας, γύρω από τον τροπικό του Καρκίνου στην κεντρική Αφρική, και έφεραν μαύρο χρώμα δέρματος. Ο αποχρωματισμός είναι ένα φαινόμενο που έλαβε σταδιακά χώρα πολλές δεκάδες χιλιάδες χρόνια αργότερα, κατά τις μεταναστεύσεις ανθρωπίνων πληθυσμών προς την Ευρασία και την Αμερική.
Το χρώμα του ανθρωπίνου δέρματος οφείλεται κατά κύριο λόγο στην παρουσία μίας « δερμοχρωστικής » που ονομάζεται μελανίνη και παράγεται από ειδικά κύτταρα της επιδερμίδας, τα μελανοκύτταρα. Το συγκεκριμένο είδος μελανίνης που απαντάται στα έντονα κεχρωσμένα, δηλαδή στα μελανόχρωμα δέρματα, καλείται ευμελανίνη. Όσα γνωρίζουμε σήμερα για την εξέλιξη της χρώσης στο ανθρώπινο δέρμα, σε μεγάλο βαθμό ανάγονται στην πολύχρονη ερευνητική εργασία της Αμερικανίδας Καθηγήτριας Ανθρωπολογίας, Nina Jablonski (1953-), που απέδωσε τις διαφορετικές χρωματικές ποικιλίες που απαντώνται ανά την υφήλιο, σε μία ισορροπία ανάμεσα:
α) στην ανάγκη προστασίας απέναντι στην υπεριώδη ακτινοβολία, όπου και υπερέχουν οι βαθύχρωμοι φαινότυποι, και
β) στην ευόδωση της βιοσύνθεσης της βιταμίνης D3, μιας διαδικασίας που πραγματώνεται επαρκέστερα στις ανοιχτόχρωμες επιδερμίδες.
Τα εγγενώς σκουρόχρωμα δέρματα ευνοούν την προστασία του φυλλικού οξέος, απαραίτητης βιταμίνης που η έλλειψή της συνεπάγεται υπογονιμότητα και νευρολογικές διαμαρτίες στο κύημα. Η βιταμίνη αυτή (B9) αποδομείται από τις υπεριώδεις ακτίνες Α και Β (UVA και UVB) κυρίως στο επίπεδο των τριχοειδών αγγείων του χορίου, δηλαδή της ενδιάμεσης στιβάδας του δέρματος. Η προστασία από τη UV ακτινοβολία που εξασφαλίζει το μαύρο δέρμα μέσω της ευμελανίνης, περισώζει τα επίπεδα φυλλικού οξέος.
Ομοίως, η ευμελανίνη λειτουργεί ως φίλτρο στη υπεριώδη ακτινοβολία ως προς την παραγωγή της βιταμίνης D3 στο ανθρώπινο δέρμα. Δεδομένου ότι η σύνθεση της τελευταίας διεκπεραιώνεται από την έκθεση σε μήκη κύματος UVB της τάξης των 295nm ως 297nm, τα αποχρωματισμένα δέρματα, όπως αυτά απαντώνται κατανεμημένα, μέσω της προϊστορικής απομάκρυνσης ανθρωπίνων πληθυσμών από τον Ισημερινό προς τους πόλους, είναι εκείνα που επιτυγχάνουν αρτιότερη παραγωγή της. Και τούτο γιατί η επαγόμενη από τη UVB ακτινοβολία φωτοσύνθεση της βιταμίνης D3, έξω από τις τροπικές ζώνες, μονάχα εποχιακά σημειώνει την αιχμή της, οπότε και το ανθρώπινο δέρμα πρέπει να είναι ευεπίφορο να τήν προσλάβει. Η μειωμένη περιεκτικότητα σε ευμελανίνη εγγυάται τη μέγιστη δερματική βιοσύνθεση της επίμαχης βιταμίνης.
Με άλλα λόγια, στις τροπικές ζώνες, η εμφατική περιεκτικότητα των επιδερμίδων σε ευμελανίνη διασφαλίζει φωτοπροστασία ως προς τον εκφυλισμό του φυλλικού ή αλλιώς φολικού οξέος (βιταμίνης Β9). Στους δύο πόλους, οι ανοιχτόχρωμες επιδερμίδες ευοδώνουν την μέσω της UVΒ ακτινοβολίας σύνθεση της βιταμίνης D3. Στις εύκρατες ζώνες, δηλαδή στα ενδιάμεσα γεωγραφικά πλάτη, όπως στη χώρα μας, όπου και παρατηρούνται εποχιακά ρυθμιζόμενα επίπεδα UVB ακτινοβολίας, παρατηρούνται ενδιάμεσες αποχρώσεις του δέρματος. Καταλήγοντας, κατά την Προϊστορική Περίοδο, διαφορετικοί χρωματικοί φαινότυποι διαμορφώθηκαν κάτω από την επίδραση προσαρμοστικών μηχανισμών στο φυσικό περιβάλλον και δη της φυσικής επιλογής, ώστε να συντηρείται η βέλτιστη ισορροπία μεταξύ φωτοπροστασίας (βιταμίνη Β9) και φωτοβιοσύνθεσης (βιταμίνη D3), ανάλογα με τις αλλαχού συνθήκες έντασης της υπεριώδους ακτινοβολίας B (UVB). Οι διαφορετικοί χρωματικοί φαινότυποι συνιστούν το αποτέλεσμα έκφρασης διαφορετικών συνδυασμών ειδικών ρυθμιστικών του χρώματος γονιδίων, που προέκυψαν κατά το ρου της Προϊστορίας, ως αποτέλεσμα της φυσικής επιλογής, της οφειλόμενης στις αέναες μετακινήσεις πληθυσμών γενετικής ροής καθώς και στα δυσνόητα φαινόμενα της λεγόμενης γενετικής απόκλισης και γενετικής στενωπού.
Δεν υπάρχει ουδεμία δομική ιστολογική διαφορά στα μελανόχρωμα δέρματα εν συγκρίσει με τα ανοιχτόχρωμα. Η διαφορετικότητα συνίσταται αποκλειστικά στην ένταση και στην ποσότητα της δερμοχρωστικής. Στο ευμελανινικό φορτίο. Αφορά, δηλαδή, σε ένα επιμέρους λειτουργικό κυτταρικό στοιχείο, και όχι στη δομή της επιιδερμίδας. Η χρωστική κατανέμεται, βάσει της οργάνωσής της, σε ενδοκυττάριους σχηματισμούς που την περικλείουν και σχετίζονται με την παραγωγή της και καλούνται « μελανοσώματα ». Μόνον ο αριθμός, το μέγεθος, η διάταξη και ο βαθμός ωρίμανσης των μελανοσωμάτων είναι διαφορετικός σε κυτταρικό επίπεδο. Πρόκειται για κυστικούς σχηματικούς, που ως « οργανύλλια », βρίσκονται στο κυτταρόπλασμα των μελανοκυττάρων και των κερατινοκυττάρων της επιδερμίδας. Επίσης, στα μαύρα δέρματα, η ευμελανίνη βρίσκεται ως και τα εξώτατα στρώματα της κερατίνης στιβάδας της επιδερμίδας, σε αυτό που ονομάζουμε « νεκρά κύτταρα του δέρματος ». Αυτές οι λειτουργικές διαφοροποιήσεις δεν απεικονίζονται παρά μόνο με ηλεκτρονικό μικροσκόπιο σε κυτταρικό επίπεδο, ή, εν μέρει, με τη χρήση ειδικών χρωστικών στο οπτικό μικροσκόπιο.
Οι ερειδόμενες στο χρώμα του δέρματος φυλετικές κατηγοριοποιήσεις είναι αντιεπιστημονικά θεωρήματα που δεν έβλαψαν απλώς την κοινωνική συνοχή, μα συνέβαλαν στον αφανισμό και εξανδραποδισμό γενεών και γενεών ανθρώπων. Οι διαφορετικές αποχρώσεις του ανθρωπίνου δέρματος δεν συνιστούν παρά επιμέρους χρωματικές εκδοχές - εξελικτικά σήμαντρα της πρόσφατης, κοινής για ολόκληρο το ανθρώπινο είδος εξελικτικής ιστορίας του. Τα διαφορετικά χρώματα δεν υπάρχουν για να μάς διαχωρίζουν, αλλά να μάς ενώνουν, και ανασυντιθέμενα, να ανάγουν στο αρχέτυπο φάσμα της μελανόχρωμης επιδερμίδας των πρώτων Homos sapiens που εμφανίστηκαν εν αρχή στην κεντρική και βόρεια Αφρική.
Ποιος ο λόγος εστίασης στη σπουδή μίας Δερματολογίας ειδικής για τους μαύρους φωτοτύπους ; Οι αιτίες αφορούν μόνο στην αποκατάσταση μιας κοινωνικής ανισοτιμίας που είναι εγγενής της δημιουργίας της ειδικότητας της Δερματολογίας, όπως αυτή έλαβε χώρα στην Ευρώπη του πρώτου μισού του 19ου αι. ; Και που έκτοτε συνεχίζει εν πολλοίς αδιάπτωτη, με την επικράτηση μιας ονοματολογίας, και εν γένει μιας εκπαίδευσης, που εμπράκτως, προτεραιοποιούν αμφότερες, μονοσήμαντα τα ανοιχτόχρωμα δέρματα ;
Οι λόγοι που επιτάσσουν τη Δερματολογία της ποικιλότητας ξεπερνούν την απλή άρση της καθεστηκυίας αλλοτριωτικής δερματολογικής νόρμας. Η αναζήτηση ανάδειξης μιας διαφοράς, εν προκειμένω, ανάμεσα σε ανθρώπους με σκούρο φωτόπυπο εν αντιθέσει με τον ανοιχτό, έχει νόημα μονάχα αν υπάρχει μια χρησιμότητα - χρηστικότητα που ανακύπτει εξ αυτής της διαδικασίας. Νόημα έχει, λοιπόν, η ανάδειξη των φυσιολογικών, παθολογικών και θεραπευτικών ιδιαιτεροτήτων που διέπουν το μελανόχρωμο δέρμα, και που οφείλονται ευρέως στην αντιδραστική συμπεριφορά της ευμελανίνης. Η χρωστική αυτή βρίσκεται σε περίσσεια στις μελανόχρωμες επιδερμίδες και σχετίζεται ευθέως με την πρόκληση μεταφλεγμονώδους υπερμελάγχρωσης· δηλαδή εμφάνισης έντονα μελανού χρώματος ύστερα από την αποδρομή ενός προηγηθέντος ερεθισμού οιασδήποτε αιτιολογίας. Μολονότι το χρώμα του δέρματος αποτελεί ιδιοσυστατικό χαρακτηριστικό, δηλαδή γενετικά καθοριζόμενο, δεν πρέπει να διολισθήσουμε σε ανυπόστατες φυλετικές λογικές. Ωστόσο, ο φόβος του να μην περιπέσουμε σε τέτοιες πλάνες, δεν πρέπει να μάς κάνει να παραβλέπουμε τις διαφορές που οφείλονται στη διαβάθμιση της ευμελανινικής χρώσης. Πρόκειται για μια ευαίσθητη, λεπτή διαδικασία, καθώς σοβεί ο κίνδυνος να περιπέσουμε στη στιγματοποίηση των πληθυσμών που επιζητούμε να ωφελήσουμε. Να μεταβούμε, δηλαδή, από μια στρατηγική υποστήριξής τους, στη διαιώνιση του ανατραπέντος, αναχρονιστικού φυλετικού θεωρήματος ότι αυτοί είναι εξ ορισμού, πυρηνικά διαφορετικοί από όσους φέρουν ανοιχτόχρωμες επιδερμίδες.
Έχει σημασία να περιγράφουμε την ένταση της μελανινικής χρώσης, ήτοι το χρώμα του δέρματος, ανεξάρτητα από την προέλευση του κάθε ανθρώπου ή/και άλλα γενετικά του χαρακτηριστικά. Έχει νόημα να μπορεί ο Δερματολόγος να χειριστεί τις ιδιαιτερότητες ενός υψηλού μελανινικού φορτίου, όπως αυτό καθίσταται σαφές μέσα από σειρά παραδειγμάτων, όπως :
α) η σημειολογία μιας ακμής (οι ασθενείς ανησυχούν κυρίως για τις μελανές κηλίδες και « σημάδια » σε αντίθεση με τα επηρμένα « σπυράκια » που συνήθως απασχολούν ανοιχτόχρωμους ακνεϊκούς ασθενείς),
β) το υποκειμενικό βίωμα μιας λεύκης,
γ) η εξέλιξη ενός μελάσματος (πανάδων),
δ) η διάρκεια επιμονής μιας μελάγχρωσης που εμφανίζεται ύστερα από μελαγχρωματικό λειχήνα, μιας σχετικά συχνής φλεγμονώδους δερματοπάθειας,
ε) το δυσχρωμικό ρίσκο μίας επεμβατικής διαδικασίας, όπως είναι πχ η βιοψία δέρματος.
Όλα αυτά είναι ενδεικτικά παραδείγματα της επιρροής που έχει η χρώση εκ της ευμελανίνης πάνω στη φυσιολογία και παθολογική φυσιολογία του δέρματος.
Τέλος, ένας ακόμη λόγος που καθιστά κρίσιμη την κατάρτιση στην ειδική επί των μελανόχρωμων επιδερμίδων Δερματολογία, είναι οι κατά καιρούς πλεονάζουσες εσφαλμένες αντιλήψεις αναφορικά με τα εν λόγω δέρματα, τις οποίες και θα αναπτύξουμε σε ένα επόμενο άρθρο.